-
1 ὥρα
ὥρα or [full] ὤρα (B), only in [dialect] Ion. form [full] ὥρη, or [full] ὤρη, some part of a sacrificial victim,Aλάψεται γλῶσσαν, ὀσφῦν δασέαν, ὤρην SIG1037.2
(Milet., iv/iii B.C.); τοὺς Ἴωνας λέγειν φασὶ τὴν κωλῆν ὥρην καὶ ὡραίαν Sch.HQ Od.12.89: but distd. fr. κωλῆ, λάψεται.. κωλῆν ἀντὶ τῆς ὤρης SIGl.c.5; cf. ἄωρος(B). (Perh. cogn. with Lat. sūra.)------------------------------------ὥρα (C), [dialect] Ion. [full] ὥρη, ἡ: [dialect] Ep. gen. pl. ὡράων, [dialect] Ion. ὡρέων: loc. pl. ὥρασι, q. v.A any period, fixed by natural laws and revolutions, whether of the year, month, or day (the sense 'day' is implied in the compd. ἑπτάωρος, q. v.),νυκτός τε ὥραν καὶ μηνὸς καὶ ἐνιαυτοῦ X.Mem. 4.7.4
, cf. E.Alc. 449(lyr.), Pl.R. 527d;τοῦ γνώμονος ἡ σκιὰ ἐπιοῦσα ἐπὶ τὰς γραμμὰς σημαίνει τὰς ὥρας τοῦ ἐνιαυτοῦ καὶ τῆς ἡμέρας IG12(8).240
([place name] Samothrace): but specially,I in Hom., part of the year, season; mostly in pl., the seasons, , 19.152;ἀλλ' ὅτε δὴ μῆνές τε καὶ ἡμέραι ἐξετελεῦντο, ἂψ περιτελλομένου ἔτεος, καὶ ἐπήλυθον ὧραι 11.295
, 14.294;ἀλλ' ὅτε δή ῥ' ἐνιαυτὸς ἔην, περὶ δ' ἔτραπον ὧραι 10.469
, cf. Hes. Th. 58;Διὸς ὧραι Od.24.344
, cf. Pi.O.4.2; , cf. 1.32;δυώδεκα μέρεα δασαμένους τῶν ὡρέων ἐς [τὸν ἐνιαυτόν] Id.2.4
; οὐ μεταλλάσσουσι αἱ ὧραι ib.77;περιτελλομέναις ὥραις S.OT 156
(lyr.); πάσαις ὥραις at all seasons, Id.Fr.592.6 (lyr.), Ar.Av. 696 (anap.);ὧραι ἐτῶν καὶ ἐνιαυτῶν Pl.Lg. 906c
, cf. Smp. 188a, etc.;τῆς.. ὥρας τοῦ ἐνιαυτοῦ ταύτης οὔσης, ἐν ᾗ ἀσθενοῦσιν ἄνθρωποι μάλιστα Th.7.47
; χαλεπὴ ὥ. a bad season, Pl.Prt. 344d;ἀ δ' ὤρα χαλέπα Alc.39
; ἡ ὥ. αὕτη this season, X.Cyn.7.1, cf. 5.6; κατὰ τὰς ὥρας according to the seasons, Arist.GA 786a31;οἱ περὶ τὴν ὥραν χρόνοι Id.Pol. 1335a37
.—Hom. and Hes. distinguish three seasons, and express each by the sg. ὥρη, with a word added to specify each:a spring,ἔαρος.. ὥρη Il.6.148
;ὥρη εἰαρινή 2.471
, 16.643, Od.18.367, etc.; so in Trag. and [dialect] Att., ἦρος ὥρα or ὧραι, Ar.Nu. 1008 (anap.), E.Cyc. 508 (lyr.); ; (lyr.); v. infr. 2.c winter,χείματος ὥρη Hes.Op. 450
;ὥρῃ χειμερίῃ Od.5.485
, Hes.Op. 494; χειμῶνος ὥρᾳ in winter, And.1.137;χιονοβόλος Plu.2.182e
.—A. also names three seasons, Pr. 454sq.; an Egyptian division of the year, acc. to D.S.1.26.—A fourth first appears in Alcm.76, θέρος καὶ χεῖμα κὠπώραν τρίταν καὶ τέτρατον τὸ ϝῆρ; and in Hp.Vict.3.68,χειμών, ἦρ, θέρος, φθινόπωρον; ὥρας φαίνομεν ἡμεῖς ἦρος χειμῶνος ὀπώρας Ar.Av. 709
(anap.); τετράμορφοι ὧραι E(?).Fr. 943 (hex.): later, seven seasons are named,ἔαρ, θέρος, ὀπώρα, φθινόπωρον, σπορητός, χειμών, φυταλιά Gal.17(1).17
.2 esp. prime of the year, springtime,ὅσα φύλλα καὶ ἄνθεα γίγνεται ὥρῃ Od.9.51
, cf. Il.2.468;παρὰ τὴν καθεστηκυῖαν ὥραν Th.4.6
.b in historians, the campaigning season,τὸν τῆς ὥρας εἰς τὸν περίπλουν χρόνον X.HG6.2.13
; esp. in the phrase ὥρα ἔτους, Th.2.52, 6.70, Pl.Phdr. 229a, Lg. 952e, D.50.23, Thphr.CP3.23.2; εἰς ἔτους ὥραν next season, Plu.Per.10.3 the year generally,τῆς ὥρης μέσον θέρος Hdt.8.12
; ἐν τῇ πέρυσιν ὥρᾳ last year, D.56.3; εἰς ὥρας next year, Philem.116, Pl.Ep. 346c, LXX Ge.18.10, AP11.17 (Nicarch.), cf. Plu.Ages.22; also hereafter,E.
IA 122 (lyr.);ἐς τὰς ὥρας τὰς ἑτέρας Ar.Nu. 562
(lyr.);ἐκ τῶν ὡρῶν εἰς τὰς ὥρας Id.Th. 950
(anap.); κἠς ὥρας κἤπειτα next year and for ever, Theoc.15.74; alsoὥραις ἐξ ὡρᾶν Isyll.25
; cf. ὥρασιν.4 in pl., of the climate of a country, as determined by its seasons, Hdt.1.142, cf. 149, 4.199 (here perh. three harvest seasons);τὰς ὥ. κάλλιστα κεκρημένας Id.3.106
; cf. Pl.Criti. 111e, Phd. 111b; climatic conditions, Hdt.2.26.II time of day,νυκτὸς ἐν ὥρῃ h.Merc.67
, 155, 400; αἱ ὧ. τῆς ἡμέρας the times of day, i.e. morning, noon, evening, and night, X.Mem.4.3.4; δι' ὥραν ἡμέρας by the time of day (fixed for meetings), D.Prooem.49, etc.;πᾶσαν ὥ. τῆς ἡμέρας Arist.Mete. 371b31
;μεσονυκτίοις ποθ' ὥραις Anacreont.31.1
: without ἡμέρας orνυκτός, ἑκάστης ἡμέρας μέχρι τρίτου μέρους ὥρας Pl. Lg. 784a
;τῆς ὥρας μικρὸν πρὸ δύντος ἡλίου X.HG7.2.22
; ψευσθεὶς τῆς ὥ. having mistaken the hour, And.1.38; ἐποίησαν ἔξω μέσων νυκτῶν τὴν ὥραν, i.e. they prolonged the day beyond midnight, D.54.26;τῆς ὥρας ἐγίγνετ' ὀψέ Id.21.84
;ὀψίτερον τῆς ὥ. PTeb. 793 xi 12
(ii B. C.); it being late,Plb.
5.8.3;ἤδη ὥρα πολλή Ev.Marc.6.35
; ἄχρι πολλῆς ὥρας till late in the day, D.H.2.54.b duration, interval or lapse of time,μετὰ ἱκανὴν ὥραν τοῦ κατενεχθῆναι τὸν πέλεκυν ἐξακούεται ἡ τῆς πληγῆς φωνή S.E.M.5.69
; length of time, term, Ἄρτεμις ἐννέ' ἐτῶν δεκάδας βίον Ἀρτεμιδώρῳ ἔκχρησεν, τρεῖς δ' ὥραι(date.)ἔτι προσέθηκε Προνοίη IG12(3).1350.3
(Thera, ii B. C.); ἐπὶ πολλὴν ὥ. for a long time, J.AJ8.4.4.2 the νυχθήμερον was prob. first divided into twenty-four hours by Hipparch., ἐν πόσαις ὥραις ἰσημεριναῖς (equinoctial hours) , cf. Ptol.Alm.3.9, 4.9, al.b in ordinary life the day from sunrise to sunset was divided into twelve equal parts called ὧραι ( ὧραι καιρικαί when it was necessary to distinguish them from the ὧραι ἰσημεριναί, v. καιρικός 2 c),ἡμέρα ἡ.. δωδεκάωρος, τουτέστιν ἡ ἀπὸ ἀνατολῆς μέχρι δύσεως S.E.M.10.182
;οὐχὶ δώδεκά εἰσιν ὧραι τῆς ἡμέρας; Ev.Jo.11.9
;ὡράων ἀμφὶ δυωδεκάδι AP9.782
(Paul.Sil.); the time of day was commonly given without the Art.,ὥρᾳ ᾱ PHamb.1.96.3
(ii A. D.),τρίτης ὥρας Plu.Rom.12
; ὀγδόης, ἐνάτης, δεκάτης ὥ., Id.Alex.60, Aem.22, Ant.68, etc.; but we have περὶ τὴν τρίτην ὥραν, περὶ τὴν ἑνδεκάτην, Ev.Matt.20.3,6, beside περὶ ἕκτην καὶ ἐννάτην ὥ. ib.5;χθὲς ὥραν ἑβδόμην Ev.Jo.4.52
, cf. IG5(1).1390.109 (Andania, i B. C.), etc.; ἐρωτᾷ σε Χαιρήμων δειπνῆσαι.. αὔριον, ἥτις ἐστὶν ιε, ἀπὸ ὥρας θ ¯ - to-morrow the 15th at 9 o'clock, POxy.110 (ii A. D.): prov., δωδεκάτης ὥ., as we say 'at the eleventh hour', Plu.Crass.17.cτὰ δυώδεκα μέρεα τῆς ἡμέρης παρὰ Βαβυλωνίων ἔμαθον οἱ Ἕλληνες Hdt. 2.109
; here ἡμέρη means the νυχθήμερον, and the μέρεα were each = 2 ὧραι ἰσημεριναί; these double hours (Assyr. kaš-bu) are called ὧραι by Eudox.,ἥμισυ ζῳδίου.., ὅ ἐστιν ὥρας ἥμισυ Ars14.11
, cf. 16.2; cf.δωδεκάωρος 11
.III Astrol., degree of the zodiac rising at the nativity (cf.ὡρονόμος 11
,ὡροσκόπος 11
), ὥ. μεροποσπόρος, τεκνοσπόρος, Man.4.577, 597; ἐξ ὥρης ἐσορῶν Ζεὺς Ἑρμείην Jupiter in the ascendant in aspect with Mercury, Id.3.186, cf. 32, al.B the fitting time or season for a thing (mostly without Art., even in [dialect] Att.), freq. in Hom. (v. infr.);ὥρα συνάπτει Pi.P.4.247
;ὧραι ἐπειγόμεναι Id.N.4.34
;ὅταν ὥ. ἥκῃ X.Mem.2.1.2
; but with Art.,τῆς ὥ. ἐνθυμεῖσθαι Id.Cyn.8.6
: freq. in later writers,τῆς ὥρας ἐπιγενομένης Plb.2.34.3
, etc.2 c. gen. rei, ὥρη κοίτοιο, μύθων, ὕπνου, the time for bed, tale-telling, or sleep, Od.3.334, 11.379, cf. Hdt.1.10;ὥρη δόρποιο Od.14.407
;περὶ ἀρίστου ὥραν Th.7.81
, X.HG1.1.13;πολυηράτου ἐς γάμου ὥρην Od.15.126
;ἐς γάμου ὥρην ἀπικέσθαι Hdt. 6.61
;γάμων ἔχειν ὥραν D.H.5.32
; so εἰς ἀνδρὸς ὥραν ἥκουσα time for a husband, Pl.Criti. 113d; ὥρη ἀρότου, ἀμήτου, Hes.Op. 460, 575;μέχρι ἀρότου ὥρης IG7.235.3
(Oropus, iv B. C.);καρπῶν ὧραι Ar.Ra. 1034
(anap.);ἡ ὥρα τῆς ὀχείας Arist.HA 509b20
; τοῦ φωλεύειν ib. 579a26, etc.; also ὥραν εἶχον παιδεύεσθαι I was of age to.. Is.9.28.3 ὥρα [ἐστίν] c. inf., it is time to do a thing,ἀλλὰ καὶ ὥρη εὕδειν Od.11.330
, cf. 373; so also in Trag. and [dialect] Att., E.Ph. 1584, Heracl. 288 (anap.), Ar.Ec.30, Pl.Prt. 361e, 362a; soδοκεῖ οὐχ ὥρα εἶναι καθεύδειν X.An.1.3.11
, cf. HG7.2.13 (dub. l.): c. acc. et inf., , cf. S.OT 466 (lyr.): c. dat. et inf., X.Cyr.4.5.1, Pl.Tht. 145b: in these phrases the inf. [tense] pres. is almost universal; the [tense] aor., however, occurs in Od.21.428, S.Aj. 245 (lyr.), Ar.Ach. 393 (where also ἐστί is added to ὥρα, as in Philyll.3, ἀφαιρεῖν ὥρα 'στὶν ἤδη τὰς τραπέζας); and the [tense] pf. inὥρα πεπαῦσθαι Plu.2.728d
: sts. the inf. must be supplied,οὐδέ τί σε χρή, πρὶν ὥρη, καταλέχθαι Od.15.394
, cf. E.El. 112 (lyr.), Ar.Ec. 877; ὥρα κἠς οἶκον (i. e. ἰέναι εἰς οἶκον) Theoc.15.147.4 in various adverb. usages, at the right time,Hdt.
2.2, 8.19, X.Oec.20.16: but τὴν ὥ. at that hour, Hes.Sc. 401; ταύτην τὴν ὥραν at this season, X.Cyn.9.1;[ἡ ἶρις] πᾶσαν ὥραν γίγνεται τῆς ἡμέρας Arist.Mete. 371b31
;δείελον ὥρην παύομαι ἀμήτοιο A.R. 3.417
; ὥραν οὐδενὸς κοινὴν θεῶν at an hour.., A.Eu. 109, cf. E.Ba. 724, Aeschin.1.9; αὐτῆς ὥρας immediately, PMich. in Class.Phil.22.255(iii A. D.); ἐν ὥρῃ in due season, in good time, Od.17.176, Hdt. 1.31, cf. Pi.O.6.28, Ar.V. 242, etc.; also αἰεὶ εἰς ὥρας in successive seasons, Od.9.135; ἐς τὰς ὥρας for all time, Ar.Ra. 382 (lyr. cf. supr. A. 1.3) (hence in an acclamation [ε] ἰς ὥρας πᾶσι τοῖς τὴν πόλιν φιλοῦσιν hurrah for.., POxy.41.29 (iii/iv A. D.));οἱ ὧδε χέζοντες εἰς ὥ. μὴ ἔλθοιεν Milet.2(3)
No.406, cf.ὥρασι; καθ' ὥραν Theoc.18.12
, Plb.1.45.4, cf. 3.93.6, etc.; opp.παρ' ὥρην AP7.534
(Alex.Aet. or Autom.), cf. Plu.2.784b, etc.:—πρὸ τῆς ὥρας X.Oec.20.16
;πρὸ ὥρας Luc.Luct.13
;πρὸ ὥρας τελευτῆσαι IG42(1).84.26
(Epid., i A. D.);πρὶν ὥρας Pi.P.4.43
(cf.πρίν A. 11.4
).II metaph., the spring-time of life, the bloom of youth, Mimn.3.1;ὥραν ἐχούσας A.Supp. 997
, cf. Th.13, 535;παῖδας πρὸς τέρμασιν ὥρας Ar.Av. 705
(anap.);πάντες οἱ ἐν ὥρᾳ Pl.R. 474d
; οὐκ ἐνὥ., = πρεσβύτερος, Id.Phdr. 240d;ἐὰν ἐπὶ ὥρᾳ ᾖ Id.R. 474e
;ἕως ἂν ἐν ὥρᾳ ὦσι Id.Men. 76b
; παυσαμένου τῆς ὥ. prob. in Id.Phdr. 234a;ἀνθεῖν ἐν ὥ. Id.R. 475a
;τὴν ὥ. διαφυλάξαι ἄβατον τοῖς πονηροῖς Isoc.10.58
; λήγειν ὥρας, opp. ἀνθεῖν, Pl.Alc.1.131e;ἑς ἐπιγινόμενόν τι τέλος, οἷον τοῖς ἀκμαίοις ἡ ὥρα Arist.EN 1174b33
, cf. 1157a8.2 freq. involving an idea of beauty,φεῦ φεῦ τῆς ὥρας τοῦ κάλλους Ar.Av. 1724
(lyr.);ὥρᾳ.. ἡλικίας λαμπρός Th.6.54
;κάλλει καὶ ὥρᾳ διενεγκόντες Aeschin.1.134
, cf. ib.158;καλὸς ὥρᾳ τε κεκραμένος Pi.O.10(11).104
, cf. X.Mem. 2.1.22, Pl.Lg. 837b; quaestum corpore facere,Plu.
Tim..14, cf. X.Mem..1.6.13, Smp.8.21;τὴν ὥ. πεπωληκότες Phld.Rh.1.344
S.:—then,b generally, beauty, grace, elegance of style, D.H.Pomp.2, Plu.2.874b, etc.;γλυκύτης καὶ ὥ. Hermog.Id.2.3
, cf. Men.Rh.p.335 S., Him.Or.1.2; of beauty in general,χάρις καὶ ὥρα Plu.2.128d
.III = τὰ ὡραῖα, the produce of the season, fruits of the year,ἀπὸ τῆς ὥρας ἐτρέφοντο X.HG2.1.1
.C personified, αἱὯραι, the Hours, keepers of heaven's cloudgate, Il.5.749, 8.393; and ministers of the gods, ib. 433;Ζεῦ, τεαὶ.. Ὧραι Pi.O.4.2
; esp. of Aphrodite, h.Hom.6.5,12; also Ὧ. Διονυσιάδες, Καρνειάδες, Simon.148, Call.Ap.87; three in number, Eunomia, Dike, Eirene, daughters of Zeus and Themis, Hes.Th. 901;Ωραι πολυάνθεμοι Pi.O.13.17
, cf. Alex.261.6, Theoc.1.150, etc.: freq. joined with the Χάριτες, h.Ap. 194, Hes.Op.75; worshipped at Athens, Paus.9.35.1; at Argos, Id.2.20.5; at Attaleia, BMus.Inscr. 1044 (i B. C.). -
2 λαμπρος
31) светлый, сияющий, яркий(φάος ἠελίοιο Hom.; ἀκτῖνες Pind.; ἡλίου σέλας Soph.; ἀστήρ NT.)
; блестящий, сверкающий(φάλοι, κόρυθες Hom.)
; светлый, блистающий, яркий(ὅ χιτών Hom.: ἐσθής NT.)
; светлый, лучезарный(κάλλος Plat.)
2) чистый, прозрачный(αἰθήρ Eur.; ὕδωρ Aesch.)
3) чистый, ясный(φωνή Dem.; φώνημα Luc.)
λαμπρὰ κηρύσσειν Eur. — громогласно возвещать;λαμπρὸν ἀνολολύζειν Plut. — громко возопить4) ясный, отчетливый, четкий(ἴχνη Xen.)
5) ясный, явный, бесспорный(νίκη Thuc.; μαρτύρια Aesch.)
6) славный, знаменитый(ἐν Ἀθήνῃσι, ἐν τοῖσι ιτολέμοισι, ἔργον Her.; βίος Soph.)
7) пышный, окруженный блеском(λ. καὴ πλούσιος Dem.)
8) величавый, возвышенный(ἔπη Soph.)
9) щедрый(ἐν ταῖς λειτουργίαις Isocr.; πρὸς τὰ χρήματα Plut.)
10) великолепный, горделивый(ἵππος Xen.)
11) блистательный, цветистый(λέξις Arst.)
12) сияющий, радостный(ὄμματι Soph.)
13) полный жизни, цветущий(ὥρα ἡλικίας Thuc.)
14) сильный, резкий(ἄνεμος Her.)
15) ожесточенный(μάχη Polyb.)
16) серьезный, грозный(κίνδυνος Polyb.)
λ. φανήσεται Eur. — (Эврисфей) явится, словно гроза -
3 λαμπρός
A bright, radiant, of the sun and stars,λ. φάος ἠελίοιο Il.1.605
;ἀστήρ 4.77
; - ότατος, of Sirius, 22.30 (and of the same, ); λαμπρὰ σελήνη Hes.ll.cc., cf. Th.7.44;πρὶν ἡμέραν λ. γενέσθαι D.H.3.27
; of the eyes, S.OT 1483, E. Hec. 1045, etc., v. infr. 11.3; of metallic bodies, λ. φάλοι, κόρυθες, Il.13.132, 17.269: neut. as Adv.,θώρηκες λαμπρὸν γανόωντες 13.265
.2 of white cloths and the like , bright, λαμπρὸς δ' ἦν ἠέλιος ὥς [ὁ χιτών] Od.19.234;δέρμα.. -ότατον λευκότητι Hdt.4.64
; λ. ἐσθής, = Lat. toga candida, Plb.10.5.1.3 of water, clear, limpid, A.Eu. 695, Hp.Aër.5, X.HG5.3.19; of air,λ. ἠήρ Hp.
Aër.15; ([comp] Sup., lyr.).4 of sound or voice, clear, distinct, Pl.Phlb. 51d, D.19.199;λαμπρὰ κηρύσσειν E.Heracl. 864
;φωνὴ -οτέρα Arist. HA 545a12
; opp. φ. ἀσαφής, Id.Aud. 801b22;λαμπρὸν ἀνολολύξαι Plu. 2.768d
; cf.λάμπω 1.2
.5 metaph., of vigorous action, λ. ἄνεμος a keen wind, Hdt.2.96, cf.A.Ag. 1180; λ. ἤδη καὶ μέγας καθιείς swooping down like a fresh and mighty breeze, Ar.Eq. 430, cf. 760; λαμπρὸς φανήσεται he will come furiously forth, E.Heracl. 280; λ. μάχη a keenly contested battle, Plb.10.12.5; -ότερος κίνδυνος Id.1.45.9
. Adv. -ρῶς, ἐπικείμενοι vigorously, Th.7.71; utterly, λ. ἡττῆσθαι, λ. περιεστοιχίσθαι, Hld.4.4, 9.1.6 metaph. also, clear, manifest, ; ;ἴχνη X.Cyn. 5.5
;γεγενημένης τῆς νίκης λ. ἤδη Th.7.55
; λ. φυγή decisive, Arr.An. 2.11.3. Adv. -ρῶς, κοὐδὲν αἰνικτηρίως A.Pr. 833
;λελυμένων λ. τῶν σπονδῶν Th.2.7
;λ. νικᾶν Arr.An.2.10.4
; λαμπρῶς ἐλέγετο it was said without concealment, Th.8.67.II of persons, well-known, illustrious by deeds, station, etc.,λ. ἐν τῇσι Ἀθήνῃσι Hdt.6.125
;ἐν τοῖσι πολέμοισι ἐὼν -ότατος Id.7.154
; λ. ἐν [τοῖς κινδύνοις] D.19.269; -οτάτους γενομένους τῶν καθ' ἑαυτούς Th.1.138
;ἐξ ἀδόξων γενέσθαι λ. Isoc.5.89
;λ. ἐς γένος E.El.37
;ἐν λόγοις Id.Supp.[902]
; as honorary title, - ότατος, = Lat. clarissimus, IG14.911, 7.91, etc.; of cities, councils, etc., A 4 (iv A. D.), cf. 867.4 ([comp] Sup., Ephesus, ii A. D.); of actions, etc.,ἔργον οὐδὲν ἀπ' αὐτῶν λ. γίνεται Hdt.3.72
;τὸν βίον λ. ποιεῖσθαι S.OC 1144
;τὸ λ. φῶς ἀποσβεννὺς γένους Trag.Adesp.9
.2 magnificent, munificent,λ. ἐν ταῖς λειτουργίαις Isoc.3.56
, cf. D.21.153 ([comp] Sup.); ὁ λ. καὶ πλούσιος οὗτος ib. 174. Adv. -ρῶς, χορηγεῖν Antipho 2.2.12
, Arist.EN 1122b22.3 bright, joyous, λ. ὥσπερ ὄμματι, of the bearer of good news, S.OT 81, cf. X.HG4.5.10; λαμπρὸν ἐξέπεμψα with bright hopes, S.El. 1130;λ. ταῖς ἐλπίσιν Jul.Or.2.64b
; also ὄμματι δέρκομαι λαμπρόν, of one clear in conscience, Pi.N.7.66.III of outward appearance, splendid, brilliant, ; of a horse, IG22.956.87, X.Eq.11.1; in dress, Id.Cyn.2.4.5 ([comp] Sup.); of youthful bloom,ὥρᾳ ἡλικίας λ. Th.6.54
; of healthy look, Hp.Aër.24; of property, dress, etc.,εἴ τί γ' ἔστι λ. καὶ καλόν Ar.Pl. 144
, cf. E.Fr.316.5;κατασκευή X.Smp.1.4
([comp] Comp.); λ. κάλλος beaming beauty, Pl. Phdr. 250b, etc.: more generallyλ. τι ποιεῖν X.Cyr.5.4.15
; τὸ λ. splendour, Pi.N.8.34;λ. γενέσθαι βουλόμεσθα τοὺς γάμους Euang.1.3
. Adv. -ῶς, opp. λιτῶς, Phld.Mort.30: [comp] Sup. - ότατα X.Cyr.2.4.1; later - οτάτως JHS44.26 (Ancyra, ii A. D.).2 of language, brilliant,τῶν διθυράμβων τὰ λ. Ar.Av. 1388
; λ. λέξις ornamental diction, Arist. Po. 1460b4;λόγος Hermog.Id.1.9
.IV Astrol., of degrees in a zodiacal sign,ἑκάστου ζῳδίου λαμπρὰς μοίρας ἐξέθεντο Heph.Astr.1.1
, al.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λαμπρός
-
4 ηκω
(impf. = aor. ἧκον, fut. ἥξω - дор. ἡξῶ, v. l. εἱξῶ, aor. 1 ἧξα, pf. ἧκα, ppf. ἥκειν; praes. = pf.)1) прибыть, прийти, явиться(ἐς τὰς Ἀθήνας Her.; πρὸς πόλιν Soph.; ποταμόν, χθονὸς ἐς πέδον Aesch.; παρά τινα Her.; τινί Xen.)
μάλα τηλόθεν ἥκω Hom. — я прибыл издалека;οὐκ ὀΐω ἥ. εἰς Ἰθάκην Hom. — не думаю, что нахожусь теперь на Итаке;ἥ. ἐπὴ τὸ στράτευμα Xen. — прийти за войском;αὐτὰ ταῦτα καὴ ἥκω παρὰ σέ Plat. — за этим-то я пришел к тебе;ἥ. ἐπ΄ ὀλέθρῳ Eur. — прийти для того, чтобы погибнуть, т.е. на свою погибель;μακρὰν ὁδὸν ἥκων Xen. — пройдя длинный путь, после долгого путешествия;ἥκω σαφῆ φέρων Aesch. — я прибыл с достоверными вестями;ἐγὼ αὐτίκα ἥξω Xen. — я сейчас приду;ἐμοί ἀγγελίη ἥκει Her. — я получил известие;εἰς ταὐτὸν ἥκεις Eur. — ты пришел к тому же (что и я), т.е. я не спорю;εἰς τὸ μηδὲν ἥ. Plut. — окончиться, погибнуть2) наступить, настать(οὔπω ἥκει ἥ ὥρα μου NT.)
ἥκει ὑμῖν ἐκεῖνος ὅ καιρός, ἑν ᾧ δεῖ συγγνώμην μέ εἶναι Lys. — наступил для вас, (судьи), такой момент, когда не должно быть снисхождения (к Эратосфену);ἤκει τῷδ΄ ἐπ΄ ἀνδρὴ βίου τελευτή Soph. — пришла ему (Эдипу) кончина3) напасть или устремитьсяἦκεν ἐφ΄ ἡμᾶς ὡς διαρπασόμενος Plat. — (Трасимах) набросился на нас словно хищный зверь;
εἰ δι΄ ὀργῆς ἥκων Soph. — если я послушаюсь голоса гнева;διὰ μάχης ἥ. Soph. — вступить в бой4) дойти, достигнутьὁ ἐνθάδε ἥκων Soph. — дойдя (когда дело дошло) до этого;
πῶς ἀγῶνος ἥκομεν ; Eur. — как кончилась борьба?;ἐς τοσήνδε ὕβριν ἥ. Soph. — дойти до такой дерзости;εἰς ὅσον ἡλικίας ἥκει Plat. — насколько он пришел в возраст, т.е. по своему возрасту5) достигнуть, обрести, обладатьτοῦ βίου εὖ ἥ. Her. — преуспеть в жизни, быть счастливым;
χρημάτων εὖ ἥκοντες Her. — богатые люди;χώρη ὡρέων ἥκουσα οὐκ ὁμοίως Her. — страна, не обладающая таким (благодатным) климатом (как Иония);εὖ ἥ. μορφῆς Luc. — быть одаренным красотой6) догнать, настигнутьφημὴ τιμωρίαν ὑμῖν ἥξειν Plat. — я говорю, что настигнет вас возмездие
7) случиться, произойтиἥξει Δωριακὸς πόλεμος καὴ λοιμὸς ἅμ΄ αὐτῷ Thuc. — вспыхнет война с дорянами, а с ней и мор;
ὃ καὴ νῦν ἥκει γενόμενον Polyb. — что и теперь бывает8) быть связанным, иметь отношение, касатьсяεἰς ἔμ΄ ἥκει τῆς πόλεως τὰ πράγματα Arph. — городские дела относятся ко мне (касаются меня);οἰόμεθα οὐ καὴ ἐς αὐτόν τινα ἥξειν τὸ δεινόν Thuc. — мы думаем, что никого из нас не коснется это несчастье9) сделаться, стать, т.е. бытьθεοῖς ἔχθιστος ἥκω Soph. — я (стал) ненавистен богам;
μόνος ἥκω τοῖς ἴσοις ἀλγῶν κακοῖς Soph. — я один терзаюсь равными (твоим) страданиями;σκόπει ἵν΄ ἥκει τὰ μαντεύματα Soph. — посмотри, что вышло из предсказаний -
5 βαθύς
Aβαθύς Call.Del.37
, Eratosth. 8; gen. βαθέος, βαθείας [dialect] Ion. βαθέης: dat. βαθέϊ, βαθείῃ [dialect] Ion. βαθέῃ: [comp] Comp. βαθύτερος, poet. βαθίων [ῑ [dialect] Att., [pron. full] ῐ Theoc.5.43], [dialect] Dor. βάσσων (q. v.): [comp] Sup. βαθύτατος, poet. βάθιστος:— deep or high, acc. to one's position, Hom., etc.; βαθέης ἐξάλλεται αὐλῆς a court within a high fence, Il.5.142, cf. Od.9.239; ἠϊόνος προπάροιθε βαθείης the deep, i.e. wide, shore, Il.2.92;τάφρος 7.341
, al.; ; κύλικες Id. Aj. 1200 (lyr.); βαθὺ πτῶμα a fall from a high rock, A.Supp. 796; πλευρὰ βαθυτάτη (vulg. βαρυτάτη), of an athlete, Ar.V. 1193; of a line of battle,βαθύτεραι φάλαγγες X.Lac.11.6
, cf. HG2.4.34; β. τομή, πληγή, a deep cut, Plu.2.131a, Luc.Nigr.35.2 deep or thick in substance, of a mist,ἠέρα βαθεῖαν Il.21.7
, cf. Od.9.144; of sand,ἀμάθοιο βαθείης Il.5.587
;ἐπὶ θῖνα βαθύν Theoc.22.32
; of ploughed land,νειοῖο βαθείης Il.10.353
; β. γῆ, opp. to stony ground, E.Andr. 637, Thphr.CP1.18.1; of luxuriant growth, deep, thick, of woods, etc.,βαθείης τάρφεσιν ὕλης Il.5.555
;βαθείης ἐκ ξυλόχοιο 11.415
;βαθὺ λήϊον 2.147
, Thgn.107;τοῦ ληΐου τὸ.. βαθύτατον Hdt.5.92
.ζ; λειμών A.Pr. 652
;σῖτος X.HG3.2.17
; (lyr.); χαίτη, τρίχες, πώγων, Semon.7.66, X.Cyn.4.8, Luc.Pisc.41.b deep, of colour, PHolm.21.9: [comp] Comp., Ael.VH6.6, Lyd.Mag.2.13,πορφύριον -ύτερον PLond.3.899.4
(ii A. D.).3 of quality, strong, violent,βαθείῃ λαίλαπι Il.11.306
.b generally, copious, abundant,β. κλᾶρος Pi.O.13.62
; β. ἀνήρ a rich man, X.Oec.11.10;β. οἶκος Call. Cer. 113
;β. πλοῦτος Ael.VH3.18
, Jul.Or.2.82b; β. χρέος deep debt, Pi.O.10(11).8;στεφάνων β. τέρψις S.Aj. 1200
(lyr.);β. κλέος Pi.O. 7.53
;κίνδυνος Id.P.4.207
; β. ὕπνος deep sleep, Theoc.8.65, AP7.170, cf. Luc.DMar.2.3;εἰρήνη Id.Tox.36
;σιωπή App.Mith.99
, BC4.109 ([comp] Sup.).4 of the mind, ἄχος ὀξὺ κατὰ φρένα τύψε β. in the depths of his soul, Il.19.125; but also, profound,φρήν Pi.N.4.8
; ;μέριμνα Pi.O.2.60
; ;μουσικὴ πρᾶγμ' ἐστὶ β. Eup.336
; βαθύτερα ἤθη more sedate natures, Pl.Lg. 930a (but, more recondite, i.e. civilized, manners, Hdt.4.95): of persons, deep, wise,β. τῇ φύσει στρατηγός Posidipp. 27.4
;ταῖς ψυχαῖς Plb.6.24.9
; also, deep, crafty, Men.1001;ἦθος Ph. 2.468
.5 of time, β. ὄρθρος dim twilight, Ar.V. 216, Pl.Cri. 43a, etc.; β. νύξ a late hour in the night, Luc.Asin.34;περὶ ἑσπέραν β. Plu.2.179e
, cf. Paus.4.18.3;βαθὺ τῆς ἡλικίας Ar.Nu. 514
; β. γῆρας cj. in AP7.163 (Leon.), cf. Eun.VSp.457 B., al.;β. ὥρα ἔτους Charito 1.7
.II Adv.- έως Theoc.8.66
; profoundly, Procl.in Prm.p.475 S.: [comp] Sup.βαθύτατα, γηρῶν Ael.VH2.36
. (bṇqu/s, cf. βένθος.) -
6 καταλύω
A- λύσω Od.4.28
: [ per.] 3pl. [tense] plpf.- λελύκεσαν Hdn.8.4.2
:—[voice] Pass., [tense] fut. , D. 38.22 ([tense] fut. [voice] Med. in pass. sense, v. infr. 1.2a): [tense] pf.- λέλῠμαι Th.6.36
:— put down, destroy,πολλάων πολίων κατέλυσε κάρηνα Il.2.117
, 9.24; τείχη, [ πτόλιν], E.Tr. 819, 1080 (both lyr.); γέφυραν break it up, Hdn. l. c.2 of political or other systems, dissolve, break up, put down, κ. ἀρχήν, βασιληΐην, ἰσοκρατίας, Hdt.1.53,54, 5.92.ά; τοῦ Διὸς τὴν δύναμιν Ar.Pl. 142
;τὸ κράτος τῆς βουλῆς Plu.Per.7
; (Milet., ii B. C.): freq. in [dialect] Att.,κ. τὸν δῆμον Ar.Ec. 453
, Th.3.81;τὴν δημοκρατίαν Ar.Pl. 948
; τὰς πολιτείας Decr. ap. D. 18.182:—[voice] Pass., καταλελυμένης τῆς δημοκρατίας Lex ap.And.1.96, cf. 95, Lys.13.4, Arist.Pol. 1292a29: [tense] fut. [voice] Med. as [voice] Pass., καταλύσεται.. ἡ ἀρχή (Cobet καταλελύσεται) X.Cyr.1.6.9.b c. acc. pers., put down, depose,κ. τύραννον Th.1.18
, etc.;κ. τινὰ τῆς ἀρχῆς X.Cyr.8.5.24
:— [voice] Pass., τῶν ἄλλων καταλελυμένων στρατηγῶν having been dismissed, Hdt.6.43;καταλυθῆναι τῆς ἀρχῆς Id.1.104
, cf. 6.9.c dissolve, dismiss, disband a body, καταλύειν τὴν βουλήν, τὸν στόλον, Id.5.72, 7.16.β; τῶν πόλεων τά τε βουλευτήρια καὶ τὰς ἀρχάς Th.2.15
;τὸ ναυτικόν D.18.102
([voice] Pass.).d abolish or annul laws, customs, etc.,δίκην Gorg.Pal.17
;νόμους Isoc.6.66
([voice] Pass.), Plb.3.8.2, cf.Ev.Matt.5.17; (ii B.C.); also κ. τὸν ἱππέα render him useless, X.Eq.12.5.e τὴν φυλακὴν κ. neglect the watch, Ar.V.2, cf. Arist.Pol. 1308a29;τὴν φρουράν Pl.Lg. 762c
;τὴν κοινὴν φυλακὴν καταλυθῆναι βούλεται Din.1.112
.f κ. τὴν τριηραρχίαν lay it down, Isoc.18.59; τὴν ἄσκησιν, v. infr. 3a.3 bring to an end,τὸν βίον X. Ap.7
; (lyr.);μώμου ἀδικίαν καὶ δόξης ἀμαθίαν Gorg.Hel.21
;ἐλπίδα Th.2.89
;δόξα, ἣν αἰσχρόν ἐστιν ἐν σοὶ -λῦσαι D.10.73
; κ. τὸ πλεῖν, τὴν ἄροσιν, Id.33.4, Ael.NA13.1;κ. τὰς θυσίας Lys.30.17
, Isoc.6.68;τὰ γυμνάσια And.4.39
;τὸν λόγον Aeschin.2.126
, Isoc.12.176; τοὺς λόγους περὶ τὰ μέγιστα κ. ib.199: abs., make an end, ὥρᾳ κ. die in good time, Diocl.Com.14, cf.Philostr.VA8.28; πύκτης ὢν κατέλυσε retired from the ring, AP11.79 (Lucill.), cf. 161 (Id.) (in full- λῦσαι τὴν ἄσκησιν Gal.Protr.14
); καθάπερ ἐν τοῖς Χοροῖς ἐν τῷ καταλύειν in the ending, Arist.Pr. 921a20: also [tense] pf. part. [voice] Pass. καταλελυμένος disused, obsolete, Phld.Mus.p.68 K.b κ. τὴν ὑπάρχουσαν εἰρήνην break the peace, Aeschin.3.55; but,c more commonly, κ. τὸν πόλεμον end the war, make peace, Ar.Lys. 112, Th.7.31, X.An.5.7.27, etc.; δίκας settle disputes, IG5(2).357.15 (Stymphalus, iii B.C.): abs. (sc. τὸν πόλεμον), Foed. ap. Th.5.23; πρός τινα Foed.ib.8.58:—more freq. in [voice] Med., καταλύσασθαι τὰς ἔχθρας, componere inimicitias, Hdt.7.146;τὸν πόλεμον And.3.17
, Th.6.36; : abs., make peace, Hdt. 8.140.ά, Th.1.81, X.HG6.8.6, etc.; καταλύεσθαί τινι come to terms with one, Hdt.9.11, etc.4 [voice] Pass., ἤδη καταλελυμένης τῆς ἡλικίας in the decay of life, Arist.Pol. 1335a34.II unloose, unyoke,καταλύσομεν ἵππους Od.4.28
; τὸ σῶμα τοῦ ἀδελφεοῦ κ. take it down from the wall where it was hung up, Hdt.2.121.γ:—[voice] Pass., to be taken down from hanging, Hp.Aph.2.43.2 intr., take up one's quarters, lodge, παρ' ἐμοὶ καταλύει he is my guest, Pl.Grg. 447b, cf. Prt. 311a, D.18.82: abs., Pl.Prt. 315d: c. acc., κ. παρά τινα turn off the road to a person's house, go and lodge with him, Th.1.136;κ. εἰς πανδοκεῖον Aeschin.2.97
; ;ἐν τῷ ἱαρῷ SIG978.8
(Cnidos, iii B.C.):—[voice] Med., θανάτῳ καταλυσαίμαν may I take my rest in the grave, E.Med. 146 (anap.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καταλύω
См. также в других словарях:
παιδί — Από βιολογική άποψη θεωρείται π. ο άνθρωπος από τη γέννησή του μέχρι τα 9 του χρόνια ή και μέχρι τα 11 14, ανάλογα με τους επιστήμονες οι οποίοι έχουν ασχοληθεί με το θέμα. Η επιστήμη που ασχολείται με το π. είναι σχετικά νέα. Οι αρχαίοι… … Dictionary of Greek
Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… … Dictionary of Greek
ήβη — I Αρχαιοελληνική θεότητα. Ήταν κόρη του Δία και της Ήρας. Σύμφωνα με τον μύθο, οι Αθάνατοι την πάντρεψαν με τον Ηρακλή μετά την αποθέωσή του. Προσωποποίηση της νεότητας, είχε τα καθήκοντα της οινοχόου των θεών και ιδιαίτερης θεραπαινίδας της Ήρας … Dictionary of Greek
Βραζιλία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Βραζιλίας Έκταση: 8.547.404 τ.χλμ Πληθυσμός: 174.468.575 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Μπραζίλια (2.043.169 κάτ. το 2000)Κράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τη Γαλλική Γουιάνα (ΒΑ), το Σουρινάμ,… … Dictionary of Greek
Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… … Dictionary of Greek
οπώρα — η (ΑΜ ὀπώρα, Α και ὁπώρα, ιων. τ. ὀπώρη, λακων. τ. ὀπάρα) εδώδιμος καρπός ξυλώδους ή ποώδους φυτού, φρούτο μσν. αρχ. η εποχή τού έτους από την επιτολή τού Σειρίου μέχρι την επιτολή τού Αρκτούρου, το δεύτερο μέρος τού καλοκαιριού, δηλ. το διάστημα … Dictionary of Greek
ώριμος — η, ο / ὥριμος, ίμη, ον, ΝΜΑ, και διαλ. τ. γούρμος, η, ο, Ν, και τ. θηλ. ὡρίμα και ὥριμος Α (για καρπούς) αυτός που έφτασε σε πλήρη ανάπτυξη και είναι κατάλληλος για συλλογή και κατανάλωση νεοελλ. 1. μτφ. α) (για πρόσ.) i) αυτός που βρίσκεται στην … Dictionary of Greek